- ανοιστέος
- ἀνοιστέος, -α, -ον (ρημ. επίθ.) (Α)1. αυτός που πρέπει να αναφερθεί2. (το ουδ.) ανοιστέονα) πρέπει κανείς να κάνει φανερόβ) πρέπει να αναφέρει κάποιος κάτι.[ΕΤΥΜΟΛ. < ανοίσω, μέλλ. του αναφέρω].
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.